Ἀλαλκομενεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλαλκομενέως — Ἀλαλκομένευς masc nom sg (epic ionic) Ἀλαλκομενέω̆ς , Ἀλαλκομενεύς masc gen sg Ἀλαλκομενεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλαλκομένη — Ἀλαλκομένευς masc nom/voc/acc dual Ἀλαλκομένευς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλαλκομενεῖ — Ἀλαλκομενεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλαλκομενέα — Ἀλαλκομενέᾱ , Ἀλαλκομένευς masc acc sg Ἀλαλκομενέᾱ , Ἀλαλκομενεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλαλκομένει — Ἀλαλκομένεϊ , Ἀλαλκομένευς masc dat sg (epic) Ἀλαλκομένευς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλαλκομεναί — Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Μικρή πόλη της Βοιωτίας. Την έχτισε, σύμφωνα με την παράδοση, ο ήρωας Αλαλκομενεύς. Βρισκόταν ανάμεσα από στις πόλεις Αλίαρτο και Κορώνεια, νοτιοδυτικά της λίμνης Κωπαΐδας. Ήταν γνωστή από το ιερό Αλαλκομένειο,… … Dictionary of Greek
Αλαλκομενία — Προσωνυμία της Αθηνάς στη Βοιωτία. Α. ονομαζόταν επίσης και μία από τις τρεις κόρες του Βοιωτού Ωγύγη και της Θήβης. Σύμφωνα με μία παράδοση, η Α., και όχι ο Αλαλκομενεύς, ανέθρεψε τη θεά Αθηνά … Dictionary of Greek